διαθλαστικότητα

διαθλαστικότητα
η
η ιδιότητα τών διαφανών σωμάτων να προκαλούν διάθλαση.
[ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. στον λόγιο τ., διαθλαστικότης, μαρτυρείται από το 1861 στον Β. Λάκωνα].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • διαθλαστικότητα — η η ιδιότητα του διαθλαστικού: Η πυκνότητα των σωμάτων καθορίζει το βαθμό της διαθλαστικότητάς τους …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • διαθλαστός — ή, ό 1. αυτός που είναι ικανός να διαθλάται ή υπόκειται σε διάθλαση 2. το ουδ. ως ουσ. το διαθλαστόν η διαθλαστικότητα*. [ΕΤΥΜΟΛ. < διαθλώ Ι. Η λ. μαρτυρείται από το 1886 στον Α. Σπαθάρη] …   Dictionary of Greek

  • ανισοτροπία — η (φυσ.), ιδιότητα κρυσταλλικών σωμάτων κατά την οποία οι φυσικές σταθερές τους, όπως λ.χ. η διαθλαστικότητα, παίρνουν διαφορετική τιμή ανάλογα με τη διεύθυνση κατά την οποία εξετάζονται …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”